- νεφρό
- rein
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek
νεφραμιά — η 1. κομμάτι κρέατος, κυρίως από αρνί ή από κατσίκι, το οποίο περιέχει νεφρό 2. το τμήμα τής πλευράς ανθρώπου ή ζώου που αντιστοιχεί στην οσφυϊκή περιοχή και περιέχει τα νεφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + αμιά] … Dictionary of Greek
νεφρογενής — ές αυτός που προέρχεται από το νεφρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrogenic (< νεφρό[ο] * + γενής < γένος)] … Dictionary of Greek
ψαρονέφρι — το, Ν η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές τής σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ επίδραση τού νεφρό] … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
нефри́т — 1) а, м. Поделочный камень, разнообразный по цвету (от молочно белого, зеленоватого до темно зеленого), с глубокой древности употреблявшийся для изготовления орудий, украшений и т. д. [От греч. νεφρος почка] 2) а, м. мед. Воспаление почек.… … Малый академический словарь
Στάννιους — ο Ν φρ. «σωματίδιο τού Στάννιους» βιολ. ενδοκρινής αδένας που είναι χαρακτηριστικός ορισμένων οστεοϊχθύων και βρίσκεται ραχιαία επάνω ή μέσα στον νεφρό ή είναι συνδεδεμένος με τον μεσονεφρικό αγωγό τού Βολφ … Dictionary of Greek
αλλοφανής — Άμορφο ορυκτό, που μοιάζει με νεφρό ή ρώγες σταφυλιών ή και με σταλακτίτες, καθώς και ως επικάθισμα πάνω σε άλλα ορυκτά και πετρώματα με εξωτερική όψη οπαλίου. Τρίβεται εύκολα και είναι διαφανής, είτε άχρωμος είτε κίτρινος, γκριζοκαστανός,… … Dictionary of Greek
επινεφρίδιος — α, ο (Α ἐπινεφρίδιος, ον) νεοελλ. 1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια οι επινεφρίδιοι αδένες αρχ. αυτός που βρίσκεται πάνω στα… … Dictionary of Greek